εμποδιστικος

εμποδιστικος
    ἐμποδιστικός
    ἐμ-ποδιστικός
    3
    препятствующий, задерживающий Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "εμποδιστικος" в других словарях:

  • ἐμποδιστικός — trammelling masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμποδιστικός — ή, ό (Α ἐμποδιστικός, ή, όν) 1. αυτός που φέρει ή προκαλεί εμπόδια, που είναι εμπόδιο, που γίνεται για παρακώλυση, κωλυσιεργός 2. ο απαγορευτικός …   Dictionary of Greek

  • ἐμποδιστικῶν — ἐμποδιστικός trammelling fem gen pl ἐμποδιστικός trammelling masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιστικόν — ἐμποδιστικός trammelling masc acc sg ἐμποδιστικός trammelling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιστικαί — ἐμποδιστικός trammelling fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιστικοί — ἐμποδιστικός trammelling masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιστική — ἐμποδιστικός trammelling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιστικήν — ἐμποδιστικός trammelling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»